- Φιλιππήσιος
- ο, θηλ. Φιλιππησία, ΝΑ1. ο κάτοικος τής αρχαίας μακεδονικής πόλης τών Φιλίππων2. φρ. «Προς Φιλιππησίους επιστολή»(στην ΚΔ) μία από τις κανονικές επιστολές που ο απόστολος Παύλος έγραψε στη Ρώμη το 62 ή 63 μ.Χ. και την οποία έστειλε στην Εκκλησία τών Φιλίππων τής Μακεδονίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φίλιπποι, αρχ. πόλη τής Μακεδονίας + κατάλ. εθν. -ήσιος (πρβλ. Ἰθακ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.